- ινιομαστοειδής
- -έςαυτός που αναφέρεται στο ινιακό οστό και στη μαστοειδή απόφυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστέριο — Το σημείο του κρανίου όπου συναντώνται τρεις ραφές του: η λαβδοειδής, η βρεγματοειδής και η ινιομαστοειδής. Πολλές φορές όμως δεν υπάρχει σημείο συνάντησης, γιατί στη θέση αυτή εμφανίζεται ένα εμβόλιμο οστάριο. Τότε ως α. θεωρούμε ένα συμβατικό… … Dictionary of Greek